- πόθων
- πόθοςlongingmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποθῶν — ποθέω long for pres part act masc nom sg (attic epic doric) ποθή longing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόθων — Πόθος longing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… … Dictionary of Greek
HELENA — I. HELENA Adiabenorum Regina, tempore famis ab Agabo praedictae, Hierosolymae incolis multum annonae summisit. Cum fil. Izate Iudaismum amplexa, secundum Ioseph. Antiq. l. 20. c. 2. secundum Orosium vero, Christianismum, l. 7. c. 6. Euseb. Hist.… … Hofmann J. Lexicon universale
MINERVA — I. MINERVA sapientiae, et bonarum omnium artium dea, ex Iovis cerebro sine matre procreata: Quô commentô significare voluerunt Poetae, bonarum artium disciplinas, humani ingenii non esse inventum, sed ex Iovis cerebro, h. e. inexhausto divinae… … Hofmann J. Lexicon universale
αγαθαγγελισμός — ο (η λέξη από το προφητικό βιβλίο που είναι γνωστό με την ονομασία Αγαθάγγελος) η πίστη στις προφητείες τού Αγαθαγγέλου και γενικότερα στις προφητείες που επαγγέλλονται την εκπλήρωση τών εθνικών πόθων … Dictionary of Greek
αγαθαγγελιστές — οι (η λέξη, όπως και ο αγαθαγγελισμός, από το Αγαθάγγελος) αυτοί που πιστεύουν στις προφητείες τού Αγαθαγγέλου και γενικότερα στις προφητείες που επαγγέλλονται την εκπλήρωση τών εθνικών πόθων και τών εθνικών διεκδικήσεων … Dictionary of Greek
λαϊκισμός — ο πολιτική στάση και πρακτική που απευθύνεται κυρίως προς το «θυμοειδές» τών ανθρώπων και που, με την υπόθαλψη επιθυμιών και πόθων, με την προβολή «χαρισματικών» ηγετών, ουτοπικών οραμάτων και ανεφάρμοστων προγραμμάτων, καθώς και με την… … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… … Dictionary of Greek